ησυχασμένος

формы словаβ
ησυχασμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ησυχασμένος? —


διύλισημαυραγάνιποίμνιολεοντιδεύςαποχήπριόνιαψιθυμίααπόκαρδοςακατάλληλοςαγγελοβλεπούσαυπνοφοβίαξυστρίζομαιψειριάζωορυζώνσύμφωνοςυαλοποιείοξυπνητούριαμικροπονηρίαπαραλήρημακλινόποδοςαρτυμή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit