|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ησυχασμένος? — — διύλιση — μαυραγάνι — ποίμνιο — λεοντιδεύς — αποχή — πριόνι — αψιθυμία — απόκαρδος — ακατάλληλος — αγγελοβλεπούσα — υπνοφοβία — ξυστρίζομαι — ψειριάζω — ορυζών — σύμφωνος — υαλοποιείο — ξυπνητούρια — μικροπονηρία — παραλήρημα — κλινόποδος — αρτυμή |
|||