|
(-ατός) τό шитьё; зашивание; βελόνη (μηχανή) τού ραψίματος — швейная игла (машина) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шитьё? — ράψιμο как на (ново)греческом будет слово зашивание? — ράψιμο как с (ново)греческого переводится слово ράψιμο? — шитьё, зашивание — ταχύπνοια — σκαμπίλι — αδραχτιάζω — σταμπωτός — περιθώριο — ακαταλάγιαστος — ονηλάτης — αλληλοφονία — ποδηλάτις — ρωμαλέος — αμαλάκυντος — γαϊδουρολάτης — εκναυλώνω — χρέμπτομαι — διαθείωση — γεμώζω — σφεντόνα — γραμματιζούμενος — αγορίνα — λιγόστεμα — μαδίζω |
|||