|
το сомбреро #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сомбреро? — σομπρέρο как с (ново)греческого переводится слово σομπρέρο? — сомбреро — ανατάσσομαι — σαπρότητα — πρόσβαρος — εκκλησιά — λειψανοθήκη — ντέρτικος — ανθοστολισμένος — γυψοκονία — θεονήστικος — διακοπτικός — φαρικός — άνω — λιγοστεύω — γουρουνομύτης — νυχτώνω — μεγαλειώδης — ακτινογράφημα — δαχτυλομπογιά — αιμοδιψής — μονοτρήματα — χημιοφωταύγεια |
|||