|
растрёпанный, непричёсанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растрёпанный? — λυσίκομος как на (ново)греческом будет слово непричёсанный? — λυσίκομος как с (ново)греческого переводится слово λυσίκομος? — растрёпанный, непричёсанный — βιοτέχνης — πλάσιμο — καραγκούνης — χειλόφωνα — ξυλόψειρα — αγγειοπάθεια — κατακερματισμός — ολόγερος — παιχνιδομηχανή — απειροστικός — γραμμή — χόρευμα — αντίρροπο — άμυλο — ξάγναντο — λαρυγγοτραχείτις — λουλουδιστός — αυτοκινητοδρομία — εμφυσηματικός — νεοφυτικός — πολέμιος |
|||