|
αόρ. от γέρνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έγυρα? — — παθολογία — μάζευμα — πολυτονικό — εξήκοντα — νταγιάντισμα — αλόξευτος — πελεκητής — λυγώ — χιλιάρικος — απρόβλεφτος — ελεγκτέος — τηλεφωνείο — αναβληθείς — λευκωματώδης — ανάρριμμα — διαφυγή — βενετοκρατία — επιχειρηματικός — απλούστευση — σχοινένιος — διαπίστωση |
|||