|
ο баклава (сладкий слоёный пирог с орехами) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово баклава? — μπακλαβάς как с (ново)греческого переводится слово μπακλαβάς? — баклава — βούργια — αγύμναστος — ατλαντικός — δεκαεξαπλάσιος — αστυΐατρος — βιταμίνη — αναδεχτούρι — μεραρχιακός — κιβωτός — ενεργειοκρατία — αντιλακτίζω — απομένω — κατάστρατα — κύμβαλο — βρογχοπάθεια — δηλώσιμος — ημερίδα — μπάλλος — αδυνατίζω — κάλπικος — διχοτομούσα |
|||