|
το 1) сплетничанье; 2) мн.ч. сплетни, пересуды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сплетничанье? — κουτσομπολιό как на (ново)греческом будет слово сплетни? — κουτσομπολιό как на (ново)греческом будет слово пересуды? — κουτσομπολιό как с (ново)греческого переводится слово κουτσομπολιό? — сплетничанье, сплетни, пересуды — αιφνίδιος — γαλιφάρω — προασκώ — μαγνητόμετρο — θερμοηλεκτροπαραγωγικός — γλέπω — λιπανάβατος — διοπτροφόρος — ευμάλακτος — εξονύχιση — συνομιλήτρια — σαρανταήμερο — κολοκυθόσπορος — περιχαρακώνομαι — σιναπάλευρο — αλουλούδιαστος — αγαναχτίζω — αντιμεταθέτω — άρπαξ — απίστομα — αμερεμέτιστος |
|||