|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λινόχρωμος? — — τεχνοδομή — πλατύρρυγχος — μάνατζερ — αποκαΐδι — αναπληρωματικός — ισοτιμία — καλομελετάω — καταφέρω — βρώσιμο — λοξοκοιτάζω — ρασιστικός — ενδότερα — προοίμιο — βαπτιστήριον — οφθαλμοσκόπηση — αυτοκρατία — λάρυγγας — ιντερμέτζο — εισφορά — οψίγαμος — χοντρόμουτρο |
|||