|
(αόρ. παρέσχον, παθ. αόρ. παρεσχέθην) предоставлять, давать; ~ άδεια — предоставлять отпуск; ~ βοήθεια — оказывать помощь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предоставлять? — παρέχω как на (ново)греческом будет слово давать? — παρέχω как с (ново)греческого переводится слово παρέχω? — предоставлять, давать — αντώνυμο — ανευρίσκω — ξεκούτιαμα — διασαφητικός — σπαρτικός — μαγυαρικός — απροσπέραστος — τίγρη — βροτός — καταπαυστικός — βαδιστής — ατοξικός — κραδαντήρας — ενάντιο — εμβολιαστήρι — αποτέλεσμα — αποξήλωμα — χρεοπίστωση — απεραντολογώ — κοχλιοστρόφιο — γουρούνι |
|||