Новогреческий словарь
οντολογικός
οντολογικός
филос.
онтологический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
онтологический
? —
οντολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
οντολογικός
? — онтологический
#
(ново)греческий словарь
—
γυναίκα
—
τρεχαντήρι
—
ευκολογύριστος
—
ηλιομετρία
—
πυρείο
—
κουβαλήτρα
—
κανόνισμα
—
εξηκονταετία
—
ξεμαθαίνω
—
συνάφι
—
μπροκολόσουπα
—
πανούργος
—
βουτυρώνω
—
μινθέλαιον
—
νυχτοπερπατάω
—
αριότριχος
—
χαρτοβιβλιοπώλης
—
κοσμοπολίτικος
—
πολυζήτητος
—
προβόδισμα
—
βρόμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве