|
το справочник; реестр; индекс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово справочник? — ονοματολόγιο как на (ново)греческом будет слово реестр? — ονοματολόγιο как на (ново)греческом будет слово индекс? — ονοματολόγιο как с (ново)греческого переводится слово ονοματολόγιο? — справочник, реестр, индекс — αποστολικός — αρτόδεντρο — φρατρία — λυσσιακό — κηδεστία — δετήρας — εκατόχρονος — αποφαλακρώνω — σφιχτοχέρης — παποράκι — ισάξιος — εργαλειός — γαργαλητό — γλάστρα — αερογέφυρα — αντιφλογιστικός — φάλαρο — ακουή — θερσίτειος — δεκαεπταπλάσιος — σύμβαση |
|||