|
томимый жаждой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово томимый жаждой? — διψασμένος как с (ново)греческого переводится слово διψασμένος? — томимый жаждой — ρούβλιο — γαλήνευμα — υγρός — υπεραυξάνω — μούσκλο — παραβάτις — σφαιροβόλος — συμπονάω — ομορφονιός — εγκόλληση — χνόη — βούπα — αλγεριακός — σύρω — ξάκρισμα — εκτασίμετρον — στουπένιος — φωσφοριζέ — σμίκρυνση — μωράκι — λίτρο |
|||