|
ο ликвидаторство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ликвидаторство? — λικβινταρισμός как с (ново)греческого переводится слово λικβινταρισμός? — ликвидаторство — νήσος — χνώτο — χρυσορράπτης — φιλομαθής — ροδωνιά — διασπαστικός — σταλάζομαι — αχτιδοβολητό — αντρογυναίκα — ραχιτισμός — νικελώνω — υπαξιωματικός — ξεφούσκωμα — καλλωπίζω — κουλό — λατόπισσα — πύρα — ερμαφρόδιτος — καρόδρομος — ίδρυμα — σκοταδιάζω |
|||