|
нетрудолюбивый, ленивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нетрудолюбивый? — αφιλόπονος как на (ново)греческом будет слово ленивый? — αφιλόπονος как с (ново)греческого переводится слово αφιλόπονος? — нетрудолюбивый, ленивый — αργούτσικα — πουτίγγα — διαφόρησις — διπλοσέντονο — αφυδάτωση — νταγιαντώ — κοκκωβίνα — συνεχίζομαι — γεννοβολώ — εξατομικεύομαι — οπωρολαχανικά — υπολειπόμενος — μονογαμία — εξάχρονος — οψαργάς — αμετάβατος — εντατικοποιούμαι — σπειρώμαι — πτυελοδοχείο — πρωία — συμβάλλω |
|||