|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τυχαία? — — ορθολογιστής — ψυχοκρατία — φιλόπρωτος — καρασεβδάς — αμυκτήριστος — ελεήτρια — κακοπίχερος — γραφομαντεία — αυτοπεποίθηση — ωρολογοποιείο — ασυντόνιστος — ζαριά — πυξάρι — αβάσκαμα — εγκαίνια — πισινά — θορύβησις — επιλεκτικός — φράππα — καπάρο — ανθρωπολάτρις |
|||