|
το престиж; авторитет; χάνω τό γόητρο μου — уронить свой авторитет, потерять престиж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово престиж? — γόητρον как на (ново)греческом будет слово авторитет? — γόητρον как с (ново)греческого переводится слово γόητρον? — престиж, авторитет — πείσμωμα — χιονοδρομικός — νεραϊδογεννημένος — σκέτα — χουρμάς — συγκαλύπτω — ημιενδεδυμένος — ζλάπι — πυρακτώνομαι — εγχειριστής — λιμενάρχης — φακιδιάρης — εκμαυλίστρια — βλαβερώς — δραματολογικός — αυτοσυντηρούμαι — πρωτεύω — παραμήτριος — λουτρικός — ξaμπελίζω — καλοσυνηθίζω |
|||