|
сероватый #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γκριζωπός? — — μπογάζι — στηθόδεσμος — ξεσβερκιάζομαι — λαρδί — φροντισιά — πίλος — επιφυσίτις — αιμομιξία — επιστάθμευση — προξενήτρα — σκολόπεντρα — ξυλουργία — μονωδός — αλλοιθώρισμα — στεναχωρημένος — ροιάς — δαδιάζω — ουραγός — γερόντισσα — γιορτάζω — προβατίλα |
|||