Новогреческий словарь
σχιστότης
σχιστότης
(-ητος) η
слоистость
(материалов)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слоистость
? —
σχιστότης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχιστότης
? — слоистость
#
(ново)греческий словарь
—
καλτσόν
—
ορμαθίζω
—
σφυρηλάτηση
—
δικαιολογητικά
—
ακομπανιάρω
—
παιδιάρισμα
—
κόλληση
—
οίον
—
διδαχτικός
—
διαδίδω
—
κακοπορεομαι
—
κρεμαστήρα
—
ναύς
—
ορφανός
—
βραχνάδα
—
χορείος
—
συντρώγω
—
αψίδα
—
πρωταγωνιστώ
—
νοτιοδυτικός
—
παλινδρομώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,