|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρεοπίστωση? — — πρόπτωση — ποπός — γεροντολόγος — ανθρακεύω — εκμισθώνω — διευθύντρια — γαληνά — ξιφομάχαιρα — αλογοφόρτι — ασύγκριτος — συγγενείς — πρωτοκολλώ — σιχασιάρικο — εφοπλιστικός — περιττός — άρπα — δακτυλίδι — λάμα — μακελλάρης — ανακατονκίζω — επιτηδεύομαι |
|||