|
το 1) подойник ( деревянный); 2) глупая голова; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подойник? — καρδάρι как на (ново)греческом будет слово глупая голова? — καρδάρι как с (ново)греческого переводится слово καρδάρι? — подойник, глупая голова — χυτά — βυζάρα — οροθεσία — ευρύνω — πολυσταυρία — απεργοσπάστης — φέουδο — προσκυνητρια — αρτοπώλης — παρακεντέδικος — μοσχοκαρύα — αποβιώνω — απροσχεδίαστος — ναυτία — στοά — αρπακτικός — κοσμοχαλασμός — οικτίρμων — μολυβδουργείο — σμυριδωρύχος — ασφυξιογόνος |
|||