|
экологический #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιβαλλοντικός? — — δοχειάρης — ομφάλιος — λιμενικός — άφρων — γονίδι — φαρέτρα — ορκοληψία — χατμάνος — αθεϊστής — πηδηχτά — φηκάρι — καυστικότητα — ανεγνώριστος — μονόξυλος — λννοτυπνκός — περιφρόνηση — αθυμιάτιστος — αξολόθρευτος — θρονί — δεκαπενταετής — γυροβολιάζω |
|||