|
το 1) пожар; γιαγκίνι βάρ! — [phrase]пожар![/phrase]; 2) перен. пламя, огонь любви; έχω ~ στήν καρδιά — пылать любовью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пожар? — γιαγκίνι как на (ново)греческом будет слово пламя? — γιαγκίνι как на (ново)греческом будет слово огонь любви? — γιαγκίνι как с (ново)греческого переводится слово γιαγκίνι? — пожар, пламя, огонь любви — ψειραλοιφή — γουρλούδικος — ανθυποσμηναγός — χειρόγραφος — αντικατάταξη — γυαλιστής — σφάλαγγος — περιδέω — Ιλλυρός — κίναιδος — δημώδης — αιωρίζω — εκμαρτύριο — εντομολογία — ναζού — τριχωτός — αστραψιά — άρχω — νιτροκυτταρίνη — γιουβαρλάκια — στενόχωρος |
|||