|
анат. относящийся к улитке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к улитке? — κοχλιακός как с (ново)греческого переводится слово κοχλιακός? — относящийся к улитке — κύμα — ξεσπιτώνομαι — δυσμετάπειστος — αντιστροφή — εκστρέφω — περίφραξη — επιπλοκή — ζύγισμα — χειρότερα — αξύπνητος — εγγονός — τσίφτης — χειροκρότημα — σταλίκωμα — φουτουρισμός — λεπτοτομία — αναδένω — πισώπλατα — αποστόμωση — εφιχτός — συζευγνύω |
|||