αναρριχητής

формы словаβ
αναρριχητής



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αναρριχητής? —


σκευωρίααξιοπερίεργοςεμπότισμαδιαπεραιώνομαιφρέζαπρωτομαιάτικοςπρόθυμοςαναπαραδιάρηςοικοτροφείοκακόγεννηκουλάκοςχαρακτήραςδιεθνίστριακυματισμόςακριβοκόπααγέλαστοςσφαληχτόςάϊντευποστύλωσημαγαζάτοραςβραχύπους




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit