Новогреческий словарь
βενετσιάνικος
βενετσιάνικ|ος
, η, ο
венецианский
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
венецианский
? —
βενετσιάνικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βενετσιάνικος
? — венецианский
#
(ново)греческий словарь
—
αζήτητα
—
θυλακώνω
—
καταχαλάω
—
ενθύμιο
—
αποθολάσσωση
—
φυλλώδης
—
γυψώνω
—
κοτζάμ
—
συνάχι
—
πλειάδα
—
οχλοβοή
—
γναφευτική
—
φαντασμαγορικά
—
έμπα
—
χρωματικός
—
χαράτσι
—
καρδιαγγειογραφία
—
μηχανοποίηση
—
χαλαρώνω
—
αποβραδινός
—
εχθρεύομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве