|
1) замедляющий; тормозящий; 2) задерживающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замедляющий? — επιβραδυντικός как на (ново)греческом будет слово тормозящий? — επιβραδυντικός как на (ново)греческом будет слово задерживающий? — επιβραδυντικός как с (ново)греческого переводится слово επιβραδυντικός? — замедляющий, тормозящий, задерживающий — φύσιγξ — θεότυφλος — δολοφονία — επιτιμήτρια — γαλακτοβουτυρόμετρο — μούρλα — αποπτιλώνω — αποκλειστικός — χαρτογιακάς — δασοχωροφύλακας — εικοσιπεντάρια — θρίαμβος — λεφτάς — ακαταλάλητος — συγκροτώ — ενθάρρυνση — ακινητοποίητος — φίρμα — μακιγιάρω — καλοριζικεύω — αντιρρέω |
|||