Новогреческий словарь
καταχειροκροτάω
καταχειροκροτάω
бурно рукоплескать, аплодировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бурно рукоплескать
? —
καταχειροκροτάω
как на
(ново)греческом
будет слово
аплодировать
? —
καταχειροκροτάω
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταχειροκροτάω
? — бурно рукоплескать, аплодировать
#
(ново)греческий словарь
—
φορτηγός
—
σχοινοβασία
—
πισσάσφαλτος
—
παλιόρουχο
—
τάραχος
—
ρούσικος
—
αναπτυσσόμενος
—
υδρομεταλλικός
—
χρωμιούχος
—
άμουρος
—
ακριβοξετάζω
—
τρόμαγμα
—
ελαιουργός
—
ευσυγκινησία
—
εκδηλώνομαι
—
εφτακοίλι
—
λεμβοδρομία
—
χροιά
—
ραδιοηλεκτρονική
—
πακετάρισμα
—
αμελώδητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве