|
трёхмесячный; ~η άδεια — трёхмесячный отпуск #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трёхмесячный? — τρίμηνος как с (ново)греческого переводится слово τρίμηνος? — трёхмесячный — κολλιαντζιάρης — γιγνώσκω — μαλάς — σπερβέρι — βουτσινά — προβατάρης — πατριός — κιρκινέζι — κουμπάρος — άστιφτος — μπογαλάκι — γαλακτομέτρηση — γλαροφωλιά — οπωροπώλις — εισκομίζω — κράνεια — αράδιοσμα — δεντροφυτεία — βάθος — ελικωτόν — παιδοφιλία |
|||