|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαν? — — αδιάπλαστος — χρονιάρικος — καλομάθητος — ίσαλος — δρυοβάλανος — συγκληρονομία — κακοθάλασσος — λαθρέμπορος — σαγηνευτής — μαλαφράντζα — υγειονομικόν — παντζουρόβεργα — υδατοσφαιριστής — ξεθυμώνω — γαργάλισμός — φίλαυτος — μπέϊσσα — ποταμολίμνη — γυψοκονίαμα — πολύξερος — ανιμιστικός |
|||