|
двухвесельный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухвесельный? — δίκωπος как с (ново)греческого переводится слово δίκωπος? — двухвесельный — πότασσα — απομωραίνω — φράξος — ρύαξ — εξαρτώμενος — φιλοκίνδυνος — κίτριον — μονάχα — καταπάτι — καλύβα — καλαισθησία — ρήσος — λακωνίζειν — υβρίστρια — αιγοτροφία — μεταμφιέζω — αγροίκία — πιτηδειοσύνη — ερείδομαι — κοινοβιότης — λογχωτός |
|||