|
η : καμμιά πεντακοσαριά — около пятисот #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πεντακοσαριά? — — εργασιακός — ακεραμίδωτος — συνδιδασκαλία — βρωμισμένος — ποντικοπαγίδα — αποπατώ — στήνω — περιμαζεύω — παραδαρμένος — λιόντας — συγκατατίθεμαι — βρόχιση — απασπάτευτος — μετριάζομαι — επίβρεγμα — μεταλλουργός — αρτιότητα — μητραδέλφη — ημιτριώροφος — δίριχτος — ασήμαντο |
|||