Новогреческий словарь
αναρμοδιότητα
αναρμοδιότητα
η 1)
некомпетентность
;
2)
несоответствие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
некомпетентность
? —
αναρμοδιότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
несоответствие
? —
αναρμοδιότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναρμοδιότητα
? — некомпетентность, несоответствие
#
(ново)греческий словарь
—
αδιαμάχητος
—
μηδείς
—
σαντακρούτα
—
υπερτέλειος
—
υπερασπίστρια
—
δωδεκάχρονος
—
εγωίσταρος
—
κόγχη
—
ξαναβάζω
—
αυτοεπαινούμαι
—
χιλιάρχης
—
πλατέως
—
στήθος
—
πιθυμιά
—
υπερφρονώ
—
τρίχορδος
—
σφαλιχτός
—
έκτος
—
τρισκατάρατος
—
εκκοκκιστικός
—
ανενεργοποιώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве