|
το 1) смазка (мазь, жир и т. п.); 2) обмазка; ~ ασβέστου — известковая обмазка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смазка? — επάλειμμα как на (ново)греческом будет слово обмазка? — επάλειμμα как с (ново)греческого переводится слово επάλειμμα? — смазка, обмазка — αμινοβενζόλιο — ποίμνιο — στεφάνωση — επισταθμεύω — διστακτικότητα — αναχασκίζω — ρουφάω — σούδα — απεψία — εξαρτισμός — λαγοπροβιά — φουντουκύς — εμπορικότητα — αποφοίτηση — υδροθώρακας — επισταμένος — υψίσυχνος — πρωτοχρονιάτικος — ζυμοτεχνικά — εγκατοίκηση — ψιλικατζού |
|||