|
ж. р. от μέλας #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μέλαινα? — — εβραιολόγος — κοινοβουλευηκός — στομωμένος — κρυφομιλώ — ατλαζένιος — ανοργασμικός — σωματεμπορία — ανεπίδεκτος — λουκούμι — αρβανίτικος — έρωτας — αυτομουντζώνομαι — τουφωτός — σταχυολόγησις — προσήλιο — φταίχτρα — μουκαβάς — αρτοποιείο — πιπέρι — μαναβική — προφυλακίζω |
|||