|
η вдохновительница, инспиратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдохновительница? — εμπνεύστρια как на (ново)греческом будет слово инспиратор? — εμπνεύστρια как с (ново)греческого переводится слово εμπνεύστρια? — вдохновительница, инспиратор — γυναικότης — ανεξονύχιστος — προσόμοιος — αέρισμα — αποθαρρυντικός — αστέρι — κανταδόρος — αντίστοιχο — πολωνέζ — δεύτερόγεννη — δαμίαστής — γυφτοχαρατζής — κασιδιάρα — στοματολογικός — επαναστροφή — προμηθεϊκός — αναμνηστικό — ανδράποδο — σταύρωση — βέρα — προφυλακίζω |
|||