|
кончать причёску #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кончать причёску? — αποχτενίζω как с (ново)греческого переводится слово αποχτενίζω? — кончать причёску — πόρνος — κασταννά — υπολογίσιμος — αρχηγός — φακιδιάρης — ελασματοβράγχιοι — πεδουκλώνω — εντελής — φόρος — αναπαμένος — πυελονεφρίτιδα — καρασεβδάς — καδμείος — σαθρότητα — κάππαρη — κρήνη — στεφανώνω — μνημοτεχνική — αγκαθάκι — εγκαθιστώμαι — αποβρέχω |
|||