|
легко парализованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко парализованный? — ελαφροπαρμένος как с (ново)греческого переводится слово ελαφροπαρμένος? — легко парализованный — χρονικό — μηχανουργείο — μηνιαίος — αρτηριοσκλήρωση — θαμώνας — επιγραμματικός — αποκοιμούμαι — κράμα — τριγυρίζω — κατευθυνόμενος — αταξικός — παλιόπαιδο — βιβλιεκδοτικός — ξεμαλλιάζομαι — βαρύηχος — διαπιστεύω — δαιμονιζόμενος — κρηναίος — αλιφασκιά — ασύμφωνος — διαλογή |
|||