|
ο, η камердинер; горничная #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово камердинер? — θαλαμηπόλος как на (ново)греческом будет слово горничная? — θαλαμηπόλος как с (ново)греческого переводится слово θαλαμηπόλος? — камердинер, горничная — ασχημομούρικος — σέλας — κρεατόπιτα — κυβερνοχώρος — σκήπτρο — ξεκοτσάρω — ασκάλευτος — ξεγελιέμαι — ενδοκρινολογικός — ντουφεκιά — βιβλιόψειρα — μούτρο — αστραποόβλητος — κακότητα — περιφλέγω — σεσαγμένος — σοβιετισμός — κοτσάκικος — ελικηδόν — συντέμνω — αγγελοκρίνομαι |
|||