Новогреческий словарь
πυκνόρρευστος
πυκνόρρευστ|ος
густой
(о жидкости)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
густой
? —
πυκνόρρευστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυκνόρρευστος
? — густой
#
(ново)греческий словарь
—
αβούλιαγος
—
σωβινισμός
—
στραπόρτο
—
ευθερμαγωγός
—
διακινδυνεύω
—
καφεθέατρο
—
σιδηροπαγής
—
σύμφωνο
—
φωτοστεφανωμένος
—
ξαναπαντρεύω
—
αδιαβροχοποίηση
—
έντομο
—
εποφθαλμιώμαι
—
όργος
—
προγκάω
—
ταλαντεύομενος
—
κλειδοκόκκαλο
—
Ιρλανδέζα
—
γνωστοποιούμαι
—
φαλάγγι
—
φιλτράρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве