|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λάξεμα? — — ειδοποιητήριο — κρεββατώνω — δίαρση — τουφέκι — αποστοματισμός — τεράστιος — ανεστενάζω — ταξιθέτηση — ελάφρωμα — γραμματοφυλάκιο — αυτόφωτος — αοίδιμος — εναλλακτήρας — Μακαριώτατος — ασύμμαστος — μπανέλλα — ανταγωνίστρια — ασχολία — μαστόρισσα — αμπελοφθόρος — διευρύνομαι |
|||