|
церк. пастырский; === ~ή ράβδος — епископский посох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастырский? — ποιμαντορικός как с (ново)греческого переводится слово ποιμαντορικός? — пастырский — βάθος — αχαραχτήριστος — απεριτείχιστος — κατατακτήριος — ερχόμενος — μονωτικός — αράγε — αντι- — δίπτωτος — γελοκλαίω — καθόσο — αγαλλιώ — κουτρουβάλα — μπροκολόσουπα — πεπλόγλαυκα — ασήκης — ωτοσκόπηση — τσουτσούνι — παιωνία — αγανός — μακελλειό |
|||