ποιμαντορικός

формы словаβ
ποιμαντορικός
церк. пастырский;

===
          ~ή ράβδος — епископский посох



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пастырский? — ποιμαντορικός
как с (ново)греческого переводится слово ποιμαντορικός? — пастырский


βάθοςαχαραχτήριστοςαπεριτείχιστοςκατατακτήριοςερχόμενοςμονωτικόςαράγεαντι-δίπτωτοςγελοκλαίωκαθόσοαγαλλιώκουτρουβάλαμπροκολόσουπαπεπλόγλαυκαασήκηςωτοσκόπησητσουτσούνιπαιωνίααγανόςμακελλειό




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit