|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξουσιαστικά? — — κουντούρα — κατατραυματίζω — ανθρωπομάζωμα — λικμίζω — παραπατώ — πωρόλιθος — κούκος — φαντασιόπληκτος — παιδεία — βροτολοιγός — σχοίνινος — αντάρτικο — καρναβαλικά — αγγειοπώλης — μετατροπή — βαριοκοιμάμαι — δικαιοπραγώ — ωόν — αναπλάσσω — δίσκελο — ασκούπιστος |
|||