Новогреческий словарь
εκκλησίδιο
εκκλησίδιο
το
церквушка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
церквушка
? —
εκκλησίδιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκκλησίδιο
? — церквушка
#
(ново)греческий словарь
—
προηγουμένη
—
συνεύρεση
—
μισοκαμωμένος
—
ασταχτος
—
αιβασιλιάτικος
—
ἱερακάριος
—
κούρδισμα
—
εκνεύριση
—
συμφωνώ
—
κουτσοπίνω
—
ξυραφιά
—
μουτρωμένος
—
δοκουμέντο
—
ζώση
—
κρυφοκοίταγμα
—
ασαβάνωτος
—
μετατόπισμα
—
ελληνοπούλα
—
στιλπνός
—
μουσαμάς
—
διεδεξάμην
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве