|
(-ακος) ο мед. гидропневматоракс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гидропневматоракс? — υδροπνευματοθώραξ как с (ново)греческого переводится слово υδροπνευματοθώραξ? — гидропневматоракс — επίναυλος — καλυτέρευμα — μπιγκόνια — άνηλα — αναστενάρης — κεραμοσκεπής — πατριωτισμός — συρματωτήρας — αιρετός — νόμος — σκοτεινός — αψυώνω — εορταστικά — κρησάρισμα — παντρολογάω — αδαμιαίος — αγωγιάτικα — απεριγέλαστος — ανανταπάντητος — οργανογενετικός — ξαστοχώ |
|||