Новогреческий словарь
ολιγοχρόνιος
ολιγοχρόνι|ος
кратковременный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кратковременный
? —
ολιγοχρόνιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολιγοχρόνιος
? — кратковременный
#
(ново)греческий словарь
—
απαράκαμπτος
—
παγιδεύω
—
συχωριανή
—
μεγαλοποιώ
—
σπλαχνίζομαι
—
τεκνοποιώ
—
μασκοφόρος
—
συζήτηση
—
πολυνίκης
—
τρόφιμος
—
θεοκτονία
—
ανθογυάλι
—
αποφάγι
—
εξουσιαστής
—
ριπίδι
—
διλετταντισμός
—
εδαφικός
—
αρχηγός
—
ακροβολισμένος
—
γλοκολαλώ
—
καλλιτεχνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве