|
η юр. гарантия(__,__) обеспечивающая другую гарантию #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гарантия, обеспечивающая другую гарантию? — αντεγγύηση как с (ново)греческого переводится слово αντεγγύηση? — гарантия, обеспечивающая другую гарантию — ημερονύκτιος — ταξιτζίνα — διαιτήτρια — σπαρταριστός — βατσινάρισμα — κακοδιοίκηση — γουνάτος — καλσόν — συνιδιοκτησία — μιαίνω — αεροπλανοφόρο — βροντώ — διαπορητικός — προθέτω — ελεφαντοστόλιστος — κοιμισμένος — φταίχτης — δυσαναλογία — ειδεχθής — προτάσσω — φυλογένεση |
|||