Новогреческий словарь
εκβαθύνω
εκβαθύνω
(αόρ. εξεβύθυνα)
углублять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
углублять
? —
εκβαθύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκβαθύνω
? — углублять
#
(ново)греческий словарь
—
παραξηλώνω
—
υποδιοικητής
—
πρωτόκλιτος
—
γαντζώνω
—
ντεπόζιτο
—
εγχρίω
—
αποστρατεύομαι
—
επιμεταλλώνω
—
ποδοκρουσία
—
τελάρο
—
αυτόματος
—
κοπανώ
—
σάλι
—
βαρκαρόλλα
—
πακέτωμα
—
αρδεύσιμος
—
υαλογραφώ
—
γίνομαι
—
μaιευτήριο
—
σκουπίζω
—
λιποαιμία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве