|
(αόρ. εξεβύθυνα) углублять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово углублять? — εκβαθύνω как с (ново)греческого переводится слово εκβαθύνω? — углублять — δυσπρόσιτος — λουτρός — χουζούρι — μελισσοβότανο — βολονταρισμός — γραμματιζούμενος — έγερση — τζουτζές — ολότυφλος — μεγαλορρήμων — πνευματικός — υπεκμισθωτής — μεταξού — μυρμηκιώ — μεταξουργείο — δυσαρεστημένος — επαναπαύω — κακότυχος — καθαρογλωσσία — ποικιλόπτερος — αποπάνω |
|||