|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρηματοκρατία? — — ορειβατικός — μελισσόκομείο — φυτευτός — κλασματικός — αγέμιστος — ζητητής — διλούβιος — κέντισμα — τετοιώνω — άφτυστος — δενδροειδής — ειρηνοδίκης — μαυρογένης — εικονόδουλος — φιλανθής — δανείζω — προπαιδειό — συναύξηση — αποκατασταίνω — Εσμεράλδα — αποθυμιά |
|||