|
II η узкий проход (в горах), ущелье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узкий проход? — φούρκα как на (ново)греческом будет слово ущелье? — φούρκα как с (ново)греческого переводится слово φούρκα? — узкий проход, ущелье — ενδεκάγωνος — γουρσούζης — ανεπιθύμητος — αράδα — σπείρω — εμβαδομέτρηση — επτανησία — δωρήτρια — προεξέχω — μαλακότητα — δεδουλευμένος — συρμοτοποιός — κιβωτιοποιείον — κέρδος — απάχισσα — ενόσω — διφορούμενο — νινί — ολμοστοιχία — μισοπαράνομος — ρωσικός |
|||