Новогреческий словарь
διαιρετέος
διαιρετέ|ος
ο мат.
делимое
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
делимое
? —
διαιρετέος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαιρετέος
? — делимое
#
(ново)греческий словарь
—
ερυσίβη
—
απροχώρητος
—
σπανίζω
—
προαυλισμός
—
βυζάστρα
—
έκφυλος
—
συνέπηξα
—
διδακτός
—
δράση
—
σουρτάρι
—
γράψιμο
—
διοικητήριο
—
αποκλειστικότητα
—
οργανογόνος
—
φιλοπερίεργος
—
ιταλιάνικος
—
κοτάω
—
δριμόχολο
—
κάρα
—
θεονήστικος
—
υιοκτόνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве